- περιφερῶν
- περιφερήςrevolvingmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιφέρων — περιφέρω carry round pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία … Dictionary of Greek
ποσός — ή, όν, ΝΜΑ αρχ. (αόρ. αντων.) 1. αυτός που έχει ποσότητα ή μέγεθος (α. «ποσόν τι γὰρ ὄν, ὁπόσον ἂν ᾖ, τοσοῡτον ὅλον ἀναγκαῑον εἶναι», Πλάτ. β. «ποσά τῶν περιφερῶν», Επίκτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. ποσόν βλ. ποσό 3. φρ. α) «ἐπὶ ποσόν» για κάποιο… … Dictionary of Greek